- γλωσσῶν
- γλῶσσαtonguefem gen plγλῶσσαtonguefem gen pl (ionic)γλωσσόςtalkingfem gen plγλωσσόςtalkingmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διγλωσσία — Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι… … Dictionary of Greek
γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… … Dictionary of Greek
μονοσυλλαβισμός — Θεωρία περί της καταγωγής των γλωσσών, σύμφωνα με την οποία στην αρχική τους φάση οι ανθρώπινες γλώσσες αποτελούνταν από μονοσύλλαβα. Η πρώτη μνεία του μ. γίνεται στη Νέα Επιστήμη του Τζανμπατίστα Βίκο (17ος αι.) κατά τον οποίο, παρατηρώντας τη… … Dictionary of Greek
ρομανικές γλώσσες — Γράφεται και ρωμανικές. Για να σχηματίσουμε αντίληψη σχετικά με την καταγωγή των ρ.γ. (ή νεολατινικών) που –προερχόμενες από τη λατινική– διαμορφώθηκαν από την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα, είναι ανάγκη να φτάσουμε ως τη διάκριση μεταξύ της… … Dictionary of Greek
Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
παλαιοασιατικές γλώσσες — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται μία ομάδα γλωσσών (που ονομάζονται επίσης υπερβόρειες ή παλαιοσιβηρικές). Xρησιμοποιούνται στη βορειανατολική Ασία, σε εδάφη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και σε τμήμα του Ουζμπεκιστάν. Η υπαγωγή των γλωσσών αυτών… … Dictionary of Greek
Ράντλοφ, Βασίλι Βασίλιεβιτς — (1873 – 1918). Ρώσος ασιανολόγος, εθνογράφος και αρχαιολόγος. Αποφοίτησε το 1858 από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Διετέλεσε διευθυντής του Ασιατικού Μουσείου της Ακαδημίας Επιστημών της Πετρούπολης (1885 90) και του Μουσείου Ανθρωπολογίας και… … Dictionary of Greek
χαμιτο-σημιτικές γλώσσες — Η γλωσσική αυτή οικογένεια περιλαμβάνει 4 γλωσσικές ομάδες: τη σημιτική, την αιγυπτιακή, τη λιβυκο βερβερική και την κουχιτική. Από τις ομάδες αυτές οι 3 τελευταίες δηλώνονται συνήθως με την κοινή ονομασία χαμιτικές γλώσσες. Αν και, αντίθετα από… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek